- καρβουνιάρης
- [карвуниарис]ουσ α уголыцик.
Эллино-русский словарь. 2014.
Эллино-русский словарь. 2014.
καρβουνιάρης — ο, θηλ. καρβουνιάρισσα (Μ καρβουνιάρης, θηλ. καρβουνιάρισσα και καρβουνάρης, θηλ. καρβουνάρισσα) 1. αυτός που παρασκευάζει κάρβουνα 2. αυτός που πουλάει κάρβουνα, καρβουνοπώλης 3. μτφ. μαύρος από καρβουνόσκονη, από καπνιά, μουντζούρης,… … Dictionary of Greek
καρβουνιάρης — ο θηλ. καρβουνιάρισσα αυτός που πουλάει κάρβουνα: Τα χέρια του καρβουνιάρη είναι πάντα μουντζουρωμένα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-ιάρης — κατάλ. πολλών επιθ. τής Νέας Ελληνικής που χρησιμοποιούνται και ως ουσ. Σχηματίστηκε από τη σύναψη τής κατάλ. αρης* με ι , το οποίο αποσπάστηκε από το θέμα λέξεων σε ι, ια, ιο κ.τ.ό. (πρβλ. αρρωστ ι άρης, γκριν ι άρης, παιχνιδ ι άρης, χτικ ι… … Dictionary of Greek
ανθρακοπώλης — ο (Α ἀνθρακοπώλης) πωλητής γαιανθράκων ή ξυλανθράκων, καρβουνιάρης … Dictionary of Greek
καρβουνάρης — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 400 μ., 54 κάτ.) στην πρώην επαρχία Γορτυνίας του νομού Αρκαδίας. Βρίσκεται στο δυτικό άκρο του νομού, 44 χλμ. ΝΔ της Τρίπολης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Γόρτυνος * * * καρβουνάρης, ὁ (Μ) βλ. καρβουνιάρης … Dictionary of Greek
καρβουνιάρικος — η, ο [καρβουνιάρης] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα κάρβουνα ή στον καρβουνιάρη 2. το ουδ. ως ουσ. το καρβουνιάρικο α) ειδικό ιστιοφόρο ή φορτηγό ατμόπλοιο που προορίζεται για τη μεταφορά ανθράκων ή γαιανθράκων, ανθρακοφόρο β) ανθρακοπωλείο … Dictionary of Greek
μαριλευτής — μαριλευτής, ὁ (Α) [μαριλεύω] καρβουνιάρης … Dictionary of Greek
φοινίκουρος — (phoenicurus). Στρουθοειδές της οικογένειας των τουρδιδών, γνωστό και με το όνομα κοκκινόκωλος. Έχει συνολικό μήκος περίπου 15 εκ. Ζει στην Ευρώπη και στην κεντροδυτική Ασία και διαχειμάζει στην Αφρική και στην Εγγύς Ανατολή. Το φτέρωμα των… … Dictionary of Greek
Ντβόρζακ, Αντονίν — (Antonin Dvorak, Νεχαλόζεβες, Πράγα 1841 – Πράγα 1904). Βοημός συνθέτης. Από φτωχούς γονείς –ο πατέρας του ήταν ο χασάπης του χωριού– ο Ν. από μικρό παιδί έδειξε ενδιαφέρον για τη μουσική ακούγοντας και συχνά ακολουθώντας στα μικρά τους ταξίδια… … Dictionary of Greek